θαλερῷ

θαλερῷ
θαλερός
stout
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαλερώ — θαλερός stout masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερῶι — θαλερῷ , θαλερός stout masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερώπιδος — θαλερώ̱πιδος , θαλερῶπις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμοκρατής — ές, Α 1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ άλλους, ο ωμός και ισχυρός 2. (ως προσωνυμία τού Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῡν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”